- βουρλισιά
- η1) безумие, невменяемое состояние; 2) неуравновешенность; своенравие, причуды
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βουρλισιά — και βουρλισία, η [βουρλίζω] 1. έξαψη, μανία 2. ανοησία, άστοχη ενέργεια … Dictionary of Greek
βουρλισιά — η η έξαψη, η παραφορά, η τρέλα: Τα παιδιά έβαλαν φωτιά στο σπίτι επάνω στη βουρλισιά του παιχνιδιού τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βούρλισμα — το η βουρλισιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)